

Κύριο χαρακτηριστικό της περιοχής μελέτης που εκτείνεται από την πόλη του Μεσολογγίου μέχρι και τα υψώματα της Βαράσοβας και της Κλόκοβας, αποτελεί η ευρεία παρουσία φλυσχικών αποθέσεων μεταξύ των γεωτεκτονικών ενοτήτων της Ιονίου, που εμφανίζεται προς το δυτικό τμήμα, και του Γαβρόβου που εμφανίζεται στο ανατολικό τμήμα της. Η εργασία παρουσιάζει μία ολοκληρωμένη εικόνα της λιθοστρωμτογραφικής διάρθρωσης της περιοχής, εντοπίζει τις όποιες λιθοστρωματογραφικές διαφορές διακρίνονται στο φλύσχη των δύο ενοτήτων, και τέλος αποκρυπτογραφεί την επίδραση των ρηξιγενών ζωνών του Εύηνου και της Αγριλιάς στην λιθοστρωματογραφία. Με βάση τη λιθοστρωματογραφία, συμπεραίνουμε ότι ο φλύσχης δεν είναι κοινός και ότι το δυτικό τμήμα του, το οποίο και εντάσσεται στην Ιόνια ενότητα, δεν μπορεί να συσχετιστεί με το ανατολικό που εντάσσεται στην ενότητα Γαβρόβου. Οι διαφοροποιήσεις μεταξύ του φλύσχη της Ιονίου και του Γαβρόβου συνίσταται: στις συνθήκες μετάβασης από την ανθρακική ιζηματογένεση στην κλαστική, στη λιθολογική σύνθεση των σχηματισμών του φλύσχη αλλά και στη λιθολογική σύνθεση και το εύρος των ψαμμιτικών οριζόντων ειδικότερα, καθώς και στις διαφορετικές πηγές τροφοδοσίας των δύο ενοτήτων. Με βάση την κατανομή και το πάχος των αδρομερών λιθολογιών, ως προς την προέλευση του αντίστοιχου φλυσχικού υλικού της ενότητας Γαβρόβου μία πηγή τροφοδοσίας από τα νότια. Οι διαφορετικές πηγές τροφοδοσίας υποδεικνύουν τις διαφορετικές παλαιο-γεω-γραφικές συνθήκες μεταξύ των δύο ενοτήτων και σχετίζονται άμεσα με τη δομή και τη θέση των γεωτεκτονικών ενοτήτων στην περιοχή.
Οι δύο φλυσχικές ακολουθίες του Γαβρόβου και της Ιονίου αποτέθηκαν ταυτόχρονα, αλλά σε δύο ξεχωριστές λεκάνες, οι οποίες διαχωρίζονταν από το όριο της επώθησης. Το όριο αυτό πιθανότατα επέδρασε και στην τοπογραφία, δημιουργώντας ένα ανάχωμα το οποίο λειτούργησε ως φράγμα, αποτρέποντας την επέκταση τόσο των κροκαλοπαγών της Βασιλικής προς τα δυτικά, όσο και των ψαμμιτών του Αρακυνθού προς τα ανατολικά. Το γεγονός αυτό υποδεικνύει ότι η ανατολική λεκάνη (του Γαβρόβου) δεν υπερπληρώθηκε.
Οι ρηξιγενείς ζώνες του Εύηνου και της Αγριλιάς προκαλούν σημαντικές διαφοροποιήσεις στη λιθοστρωματογραφία από όπου προκύπτει μία μεγάλη κατακόρυφη συνιστώσα άλματος και για τις δύο ζώνες. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι οι ζώνες αυτές λειτούργησαν καθοριστικά κυρίως κατά το στάδιο απόθεσης των σχηματισμών και παράλληλα έρχεται σ αντίθεση με τις υφιστάμενες βιβλιογραφικές αναφορές με βάση τις οποίες χαρακτηρίζονται ως ζώνες οριζόντιας ολίσθησης. Ειδικότερα για την ρηξιγενή ζώνη του Εύηνου προκύπτει μία κατακόρυφη συνιστώσα άλματος μεγαλύτερη του ενός χιλιομέτρου, λαμβάνοντας όμως υπόψη και του προορογενετικούς σχηματισμούς, σε αντίθεση με την οριζόντια συνιστώσα η οποία είναι περιορισμένη και δεν ξεπερνά τα 150 μέτρα, όπως αυτής εκφράζεται από τη μετατόπιση των κατώτερων προς μεσαίων μελών του φλύσχη.