

Άρθρο του Ευθύμη Λέκκα
TA NEA, 07.09.2019
Ο σεισμός μεγέθους 5,9 R που εκδηλώθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου 1999 αποτελεί ένα κομβικό σημείο αναφοράς στη σύγχρονη πλούσια σεισμική ιστορία του Ελλαδικού χώρου.
Ήταν ο πρώτος σεισμός, του οποίου το επίκεντρο ήταν μέσα στο χώρο της πρωτεύουσας, ο δεύτερος σε θύματα μετά το σεισμό του 1953 στα Ιόνια νησιά και ο σημαντικότερος σεισμός, τόσο από άποψη καταστροφών σε κτήρια, όσο και από άποψη συνολικών οικονομικών επιπτώσεων, οι οποίες εκτιμάται ότι ανήλθαν στο 4% του ΑΕΠ.
Ο σεισμός δεν αιφνιδίασε την επιστημονική κοινότητα της Ελλάδας, δεδομένου ότι προηγήθηκε στις 17 Αυγούστου o μεγάλος σεισμός μεγέθους 7.6 R στο Izmit-Duzce της Τουρκίας και υπήρχαν ανησυχίες ότι η σεισμική δραστηριότητα θα μεταφερόταν στον ελληνικό χώρο δια μέσου του ρήγματος του Β. Αιγαίου, χωρίς όμως να μπαίνει στο κάδρο σε καμία περίπτωση η Αττική, η οποία εθεωρείτο περιοχή με μικρή σεισμικότητα.
Δεν ήταν ωστόσο το μέγεθος του σεισμού στην Αττική που προκάλεσε τις σημαντικές βλάβες και απώλειες. Ήταν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, τα οποία επέδρασαν καταλυτικά όπως για παράδειγμα η κατευθυντικότητα των σεισμικών κυμάτων, ο εγκλωβισμός της σεισμικής ενέργειας στην ιζηματογενή λεκάνη των Λιοσίων, η ανάκλαση των σεισμικών κυμάτων στο όρος Πάρνηθα, η επίδραση του μορφολογικού ανάγλυφου κατά μήκος του ρέματος της Χελιδονούς, αλλά και το υπόγειο γεωλογικό φράγμα κατά μήκος του Κηφισού ποταμού που απέτρεψε την εξάπλωση των ζημιών στην Ανατολική Αθήνα.
Επιπρόσθετα, η ύπαρξη πυλωτών και τα κοντά υποστυλώματα στα κτήρια με οπλισμένο σκυρόδεμα, η ασθενής τοιχοποιία και η χωρίς μελέτη επεκτάσεις, υπήρξαν οι βασικές αιτίες καταρρεύσεων ή εκδήλωσης ζημιών στο δομημένο ιστό της πρωτεύουσας.
Τα νέα αυτά επιστημονικά τεχνικά δεδομένα εκτόξευσαν τις γνώσεις μας και χρησιμοποιούνται ήδη για περισσότερο ανθεκτικές κατασκευές, όχι μόνο στον ελληνικό αλλά και στο διεθνή χώρο.
Ο Οργανισμός Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας αποτέλεσε το φορέα μετατροπής αυτών των νέων δεδομένων σε νέες κανονιστικές διατάξεις και διάχυσε αυτήν τη γνώση στους Έλληνες μηχανικούς και γεωεπιστημονες. Παράλληλα, μέσω ενός ευρύτερου προγράμματος ενημέρωσης και εκπαίδευσης, εμπέδωσε το αίσθημα ασφάλειας στους Έλληνες πολίτες.