Ο σεισμός της 26ης Δεκεμβρίου 2004 εκδηλώθηκε στις 00:58:53 UTC (συντονισμένη παγκόσμια ώρα) και 7:58:53 π.μ. τοπική ώρα επικέντρου, στην περιοχή 300 χιλιόμετρα δυτικά του Medan της Βορείου Σουμάτρας (3.316°N, 95.854°E), στον υποθαλάσσιο χώρο του Ινδικού Ωκεανού.
Το μέγεθος του κυρίου σεισμού ήταν 9,0 R και ακολουθήθηκε από πλήθος μετασεισμών με μεγέθη έως 7,7 R. Έγινε αισθητός σχεδόν στην Ινδονησία, στην Ταϊλάνδη, στην Μπούρμα και στην Μαλαισία. Το βάθος της εστίας του σεισμού δεν υπερβαίνει τα 25 km ενώ η ανάλυση του μηχανισμού γένεσης έδειξε ότι πρόκειται για ένα ανάστροφο ρήγμα με άλμα 20-25 μέτρα, μήκος 80 Km, γενική διεύθυνση ΒΒΔ-ΝΝΑ και με κλίση περί τις 50° προς τα ανατολικά. Γεωτεκτονικά, ο σεισμός εντάσσεται στο καθεστώς σύγκλισης των δύο λιθοσφαιρικών πλακών, με την Ινδική πλάκα να κινείται προς τα δυτικά και να υποβυθίζεται και την πλάκα της Μπούρμα να κινείται προς τα ανατολικά και να επωθείται, με ταχύτητα περίπου 6 εκατοστά ανά έτος.
Η δημιουργία των θραύσεων στον πυθμένα αλλά και πιθανές υποθαλάσσιες κατολισθήσεις που εκδηλώθηκαν είχαν αποτέλεσμα την πρόκληση Παλιρροϊκών Κυμάτων Βαρύτητας (Tsunamis) τα οποία ενώ αρχικά είχαν μικρό πλάτος και μεγάλο μήκος εκδήλωσης στη συνέχεια κατευθυνόμενα στις ακτές το μήκος μειώθηκε δραστικά ενώ αντίθετα το ύψος τους έφτασε την μέγιστη τιμή των 25 μέτρων.
Οι καταστροφές αναπτύχθηκαν σε 9 χώρες και ειδικότερα στην Ινδονησία, Σρι Λάνκα, Ινδία, Ταϊλάνδη, Μπαγκλαντές, Μπούρμα, Μαλαισία, Μαλβίδες και Τανζανία και οφείλονται στα Παλιρροϊκά Κύματα Βαρύτητας τα οποία εκδηλώθηκαν όχι μόνο στην περιοχή του Ινδικού Ωκεανού αλλά και εισχώρησαν στον Ειρηνικό Ωκεανό. Εξαίρεση αποτελεί μόνο η Βόρεια Σουμάτρα στην οποία οι καταστροφές οφείλονται και στην ίδια τη σεισμική δόνηση αλλά και στα προκληθέντα Παλιρροϊκά Κύματα Βαρύτητας.
Μετά την εκδήλωση της σεισμικής δόνησης τα Παλιρροϊκά Κύματα Βαρύτητας έπληξαν τις παράκτιες περιοχές με αποτέλεσμα να παρατηρηθεί ολοκληρωτική καταστροφή σε απόσταση μέχρι και 1,5 χιλιόμετρα από την ακτογραμμή, προκαλώντας συνολικά πάνω από 300.000 θανάτους. Οι βλάβες ήταν πολύ σημαντικές σε λιμενικές εγκαταστάσεις, γέφυρες, οδικό δίκτυο, κατοικίες κλπ. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις παρατηρήθηκε αλλοίωση της γεωγραφίας και της μορφολογίας ολόκληρων περιοχών. Εκτός από την Βόρεια Σουμάτρα στις υπόλοιπες περιοχές οι καταστροφές αναπτύχθηκαν γραμμικά κατά μήκος των ακτογραμμών και σε ένα πλάτος της τάξης των 400-500 μέτρων προς την ενδοχώρα (Ινδονησία, Ταϊλάνδη, Ινδία, Σρι Λάνκα).
Οι περισσότερο πληγείσες περιοχές ανήκουν στην Ινδονησία (Βόρειο Σουμάτρα), στην Ταϊλάνδη, στην Ινδία και στη Σρι Λάνκα, γεγονός το οποίο έχει άμεση σχέση με τη διαδικασία θραύσης του σεισμικού ρήγματος στον πυθμένα της θάλασσας και των Παλιρροϊκών Κυμάτων Βαρύτητας. Αντίθετα κατά μήκος των ακτογραμμών του Μπαγκλαντές, της Μπούρμα και της Βόρειας Ινδίας, η μικρή ένταση των κυμάτων οφείλεται κυρίως σε πρωτογενείς λόγους δημιουργίας των κυμάτων στη σεισμική υποθαλάσσια περιοχή.
Εκτός από την διαφοροποίηση σε μακροκλίμακα, διαφοροποίηση παρατηρήθηκε και σε μικροκλίμακα από θέση σε θέση και από περιοχή σε περιοχή. Ήταν εντυπωσιακό ότι σε γειτονικές παραλιακές περιοχές με τον ίδιο προσανατολισμό της ακτογραμμής η ένταση των βλαβών ήταν τελείως διαφορετική, γεγονός το οποίο οφείλεται στην μορφολογία του παράκτιου πυθμένα, σε φαινόμενα κυματικής συμβολής, στη μεταφορά ιζημάτων από τον πυθμένα κ.ά.